ὀλισθήσασα

ὀλισθήσασα
ὀλισθήσᾱσα , ὀλισθάνω
slip
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Παγανέλης, Σπυρίδων — (Μύκονος 1852 – Αθήνα 1933). Δημοσιογράφος και λόγιος. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια και νέος πήγε στην Αθήνα όπου σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος. Για μια περίοδο χρημάτισε βουλευτής Κυκλάδων και κατόπιν διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”